- εξυψώνομαι
- εξυψώνομαι, εξυψώθηκα, εξυψωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανοικοδομώ — (AM ἀνοικοδομῶ, έω) 1. χτίζω, υψώνω, ανεγείρω 2. ξαναχτίζω, επισκευάζω, επανοικοδομώ αρχ. 1. φράζω κάτι χτίζοντας τοίχο 2. μέσ. εξυψώνομαι … Dictionary of Greek
συνεπαίρω — ΜΑ [ἐπαίρω] (κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ. β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ … Dictionary of Greek